- κτιτορικός
- -ή, -ό (Μ κτιτορικός, -ή, -όν) [κτίτωρ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτίτορα, στον ιδρυτή, στον θεμελιωτή («κτιτορική επιγραφή» — η επιγραφή στην οποία δηλώνεται η θεμελίωση ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος).
Dictionary of Greek. 2013.